честолюбивый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

честолюбивый - translation to πορτογαλικά


честолюбивый      
ambicioso
ambicioso      
честолюбивый, властолюбивый, честолюбец, карьерист
ambicioso      
I. adj честолюбивый; властолюбивый;
II. m честолюбец, карьерист

Ορισμός

честолюбивый
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: честолюбие, связанный с ним.
2) Отличающийся честолюбием.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για честолюбивый
1. Честолюбивый, охочий до всяческих наград и поощрений.
2. Человек крайне честолюбивый, энергичный, отчаянно смелый.
3. - Главное, чтобы не горячился: он ведь парень очень честолюбивый.
4. Сейчас Грищенков вынашивает честолюбивый замысел показать свою коллекцию всему миру.
5. Я человек честолюбивый и амбициозный, выслушивать все это было нелегко.